- ισοφάριση
- [-ις (-εως)] η уравнивание по количеству (тж. перен. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ισοφάριση — η επίτευξη ίδιου σκορ, εξίσωση: Στο δεύτερο ημιχρόνιο πέτυχαν την ισοφάριση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισοφάριση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ισοφαρίζω … Dictionary of Greek
ισοστάθμιση — η η ισορρόπηση δύο πραγμάτων, η ισοφάρισή τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)